- λουτρικίζομαι
- λουτρικίζομαι (Μ)βλ. λουτρακίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουτρακίζομαι — και λουτρικίζομαι (Μ) κάνω λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουτρικίζομαι είναι μεταπλασμένος τ. τού λουτρικίζομαι < λουτρίκι] … Dictionary of Greek